επίναυλος

επίναυλος
ο [ναύλος]
αύξηση τού ναύλου σε ποσοστό που συμφωνείται μεταξύ ναυλωτή και εφοπλιστή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επίναυλος — ο προσαύξηση του ναύλου που εισπράττει ο εφοπλιστής, η κάπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”